αντέχοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αντέχοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αντέχω
- ⮡ Μετανάστευσε μη αντέχοντας άλλο την ανεργία.
αντέχοντας άκλιτο