αντισκιάσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αντισκιάσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αντισκίαση
- εναλλακτικά: αντισκίασης
αντισκιάσεως θηλυκό