απέτισε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpe.ti.se/
ομόηχο: απαίτησε

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απέτισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποτίω
  2. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποτίνω