απαθανατίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απαθανατίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του απαθανάτιση
- εναλλακτικά: απαθανάτισης
απαθανατίσεως θηλυκό