απαρτεμάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαρτεμάν < γαλλική appartement
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απαρτεμάν ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του απαρτμάν: διαμέρισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαρτεμάν
|