appartement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
appartement | appartements |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.paɾ.teˈman/ ⓘ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↴ νέα ελληνικά: απαρτεμάν
- ΔΦΑ : /a.paɾ.t(e)ˈman/[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↴ νέα ελληνικά: απαρτμάν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]appartement (fr) αρσενικό
- το διαμέρισμα, → δείτε και τη λέξη απαρτμάν
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ appartement - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Πηγές
[επεξεργασία]- appartement - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online