αποενοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αποενοποιώ (παθητική φωνή: αποενοποιούμαι)
- (νεολογισμός) οδηγώ σε αποενοποίηση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποενοποιώ | αποενοποιούσα | θα αποενοποιώ | να αποενοποιώ | αποενοποιώντας | |
β' ενικ. | αποενοποιείς | αποενοποιούσες | θα αποενοποιείς | να αποενοποιείς | (αποενοποίει) | |
γ' ενικ. | αποενοποιεί | αποενοποιούσε | θα αποενοποιεί | να αποενοποιεί | ||
α' πληθ. | αποενοποιούμε | αποενοποιούσαμε | θα αποενοποιούμε | να αποενοποιούμε | ||
β' πληθ. | αποενοποιείτε | αποενοποιούσατε | θα αποενοποιείτε | να αποενοποιείτε | αποενοποιείτε | |
γ' πληθ. | αποενοποιούν(ε) | αποενοποιούσαν(ε) | θα αποενοποιούν(ε) | να αποενοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποενοποίησα | θα αποενοποιήσω | να αποενοποιήσω | αποενοποιήσει | ||
β' ενικ. | αποενοποίησες | θα αποενοποιήσεις | να αποενοποιήσεις | αποενοποίησε | ||
γ' ενικ. | αποενοποίησε | θα αποενοποιήσει | να αποενοποιήσει | |||
α' πληθ. | αποενοποιήσαμε | θα αποενοποιήσουμε | να αποενοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αποενοποιήσατε | θα αποενοποιήσετε | να αποενοποιήσετε | αποενοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αποενοποίησαν αποενοποιήσαν(ε) |
θα αποενοποιήσουν(ε) | να αποενοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποενοποιήσει | είχα αποενοποιήσει | θα έχω αποενοποιήσει | να έχω αποενοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποενοποιήσει | είχες αποενοποιήσει | θα έχεις αποενοποιήσει | να έχεις αποενοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποενοποιήσει | είχε αποενοποιήσει | θα έχει αποενοποιήσει | να έχει αποενοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποενοποιήσει | είχαμε αποενοποιήσει | θα έχουμε αποενοποιήσει | να έχουμε αποενοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποενοποιήσει | είχατε αποενοποιήσει | θα έχετε αποενοποιήσει | να έχετε αποενοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποενοποιήσει | είχαν αποενοποιήσει | θα έχουν αποενοποιήσει | να έχουν αποενοποιήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποενοποιώ
|