αποενοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποενοποιώ < απο- + ενοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποενοποιώ (παθητική φωνή: αποενοποιούμαι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]