αποκαθάρσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αποκαθάρσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποκάθαρση
- εναλλακτικά: αποκάθαρσης
αποκαθάρσεως θηλυκό