αποκαρδίωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποκαρδίωσης θηλυκό
- γενική ενικού του αποκαρδίωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αποκαρδιώσεως (λόγιο)
αποκαρδίωσης θηλυκό