απολέπισε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

απολέπισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος απολεπίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος απολεπίζω