απομυθοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομυθοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απομυθοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

απομυθοποιούμαι

  • μου δίνουν τις πραγματικές μου διαστάσεις, αφαιρούν από εμένα την αίγλη του μυθικού στοιχείου
    απομυθοποιούνται πρόσωπα, καταστάσεις και αισθήματα (όχι αντικείμενα, εκτός αν αναφέρεται το ρήμα στη λειτουργία τους, το σκοπό τους)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]