απονεύρωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απονεύρωσης θηλυκό
- γενική ενικού του απονεύρωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- απονευρώσεως (λόγιο)
απονεύρωσης θηλυκό