αποορθοδοξοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποορθοδοξοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποορθοδοξοποίηση
- εναλλακτικά: αποορθοδοξοποίησης