αποσπάραγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσπάραγμα < απο- + σπάραγμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποσπάραγμα θηλυκό

  • τέλος σπαράγματος/αυτούσιας μεταφοράς λόγων
    σπάραγμα [του Steven Weinberg]: "Με ή χωρίς θρησκεία, πάντα θα υπάρχουν αγαθώς και δολίως πράττοντες. Μα οι αγαθοί για να πράξουν το κακό, χρειάζονται την θρησκεία. / With or without religion, you would have good people doing good things and evil people doing evil things. But for good people to do evil things, that takes religion." αποσπάραγμα ή αποσπαράσσω/αποσπαράζω (παύω να μεταφέρω σπάραγμα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]