αποστείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφίσταμαι
- θα αποστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφίσταμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αφίσταμαι