αποστειρώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποστειρώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποστείρωση
- εναλλακτικά: αποστείρωσης
αποστειρώσεως θηλυκό