αποτυπώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποτυπώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποτυπώνω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτυπώνομαι | αποτυπωνόμουν(α) | θα αποτυπώνομαι | να αποτυπώνομαι | ||
β' ενικ. | αποτυπώνεσαι | αποτυπωνόσουν(α) | θα αποτυπώνεσαι | να αποτυπώνεσαι | (αποτυπώνου) | |
γ' ενικ. | αποτυπώνεται | αποτυπωνόταν(ε) | θα αποτυπώνεται | να αποτυπώνεται | ||
α' πληθ. | αποτυπωνόμαστε | αποτυπωνόμαστε αποτυπωνόμασταν |
θα αποτυπωνόμαστε | να αποτυπωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποτυπώνεστε | αποτυπωνόσαστε αποτυπωνόσασταν |
θα αποτυπώνεστε | να αποτυπώνεστε | (αποτυπώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποτυπώνονται | αποτυπώνονταν αποτυπωνόντουσαν |
θα αποτυπώνονται | να αποτυπώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτυπώθηκα | θα αποτυπωθώ | να αποτυπωθώ | αποτυπωθεί | ||
β' ενικ. | αποτυπώθηκες | θα αποτυπωθείς | να αποτυπωθείς | αποτυπώσου | ||
γ' ενικ. | αποτυπώθηκε | θα αποτυπωθεί | να αποτυπωθεί | |||
α' πληθ. | αποτυπωθήκαμε | θα αποτυπωθούμε | να αποτυπωθούμε | |||
β' πληθ. | αποτυπωθήκατε | θα αποτυπωθείτε | να αποτυπωθείτε | αποτυπωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποτυπώθηκαν αποτυπωθήκαν(ε) |
θα αποτυπωθούν(ε) | να αποτυπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποτυπωθεί | είχα αποτυπωθεί | θα έχω αποτυπωθεί | να έχω αποτυπωθεί | αποτυπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποτυπωθεί | είχες αποτυπωθεί | θα έχεις αποτυπωθεί | να έχεις αποτυπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποτυπωθεί | είχε αποτυπωθεί | θα έχει αποτυπωθεί | να έχει αποτυπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτυπωθεί | είχαμε αποτυπωθεί | θα έχουμε αποτυπωθεί | να έχουμε αποτυπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποτυπωθεί | είχατε αποτυπωθεί | θα έχετε αποτυπωθεί | να έχετε αποτυπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτυπωθεί | είχαν αποτυπωθεί | θα έχουν αποτυπωθεί | να έχουν αποτυπωθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτυπώνομαι
|