αποφαλακρώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποφαλακρώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποφαλάκρωση
- εναλλακτικά: αποφαλάκρωσης
αποφαλακρώσεως θηλυκό