αρμυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμυρίζω < μεσαιωνική ελληνική αρμυρίζω < αρχαία ελληνική ἁλμυρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αρμυρίζω

  • άλλη μορφή του αλμυρίζω
    Καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]