ασβεστοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασβεστοποιώ < ασβέστιο + ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ασβεστοποιώ

  1. παράγω ασβέστιο
  2. επιχειρώ ασβεστοποίηση, εναποθέτω στρώμα αλάτων ασβεστίου για να καταστήσω κάτι σκληρότερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]