ασκημίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασκημίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ασκημίζω
- ασχημαίνω, ασχημίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασκημίζω | ασκήμιζα | θα ασκημίζω | να ασκημίζω | ασκημίζοντας | |
β' ενικ. | ασκημίζεις | ασκήμιζες | θα ασκημίζεις | να ασκημίζεις | ασκήμιζε | |
γ' ενικ. | ασκημίζει | ασκήμιζε | θα ασκημίζει | να ασκημίζει | ||
α' πληθ. | ασκημίζουμε | ασκημίζαμε | θα ασκημίζουμε | να ασκημίζουμε | ||
β' πληθ. | ασκημίζετε | ασκημίζατε | θα ασκημίζετε | να ασκημίζετε | ασκημίζετε | |
γ' πληθ. | ασκημίζουν(ε) | ασκήμιζαν ασκημίζαν(ε) |
θα ασκημίζουν(ε) | να ασκημίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασκήμισα | θα ασκημίσω | να ασκημίσω | ασκημίσει | ||
β' ενικ. | ασκήμισες | θα ασκημίσεις | να ασκημίσεις | ασκήμισε | ||
γ' ενικ. | ασκήμισε | θα ασκημίσει | να ασκημίσει | |||
α' πληθ. | ασκημίσαμε | θα ασκημίσουμε | να ασκημίσουμε | |||
β' πληθ. | ασκημίσατε | θα ασκημίσετε | να ασκημίσετε | ασκημίστε | ||
γ' πληθ. | ασκήμισαν ασκημίσαν(ε) |
θα ασκημίσουν(ε) | να ασκημίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασκημίσει | είχα ασκημίσει | θα έχω ασκημίσει | να έχω ασκημίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασκημίσει | είχες ασκημίσει | θα έχεις ασκημίσει | να έχεις ασκημίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασκημίσει | είχε ασκημίσει | θα έχει ασκημίσει | να έχει ασκημίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασκημίσει | είχαμε ασκημίσει | θα έχουμε ασκημίσει | να έχουμε ασκημίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασκημίσει | είχατε ασκημίσει | θα έχετε ασκημίσει | να έχετε ασκημίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασκημίσει | είχαν ασκημίσει | θα έχουν ασκημίσει | να έχουν ασκημίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασκημίζω
|