ασυναισθήτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυναισθήτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυναισθήτως < ἀσυναίσθητος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ασυναισθήτως
Πηγές
[επεξεργασία]- ασυναισθήτως — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)