ασωτεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασωτεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ασωτεύω
- ζω άσωτα
- κατασπαταλώ
- ασυλλόγιστα ασώτεψε το βιος του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασωτεύω
|