ασωτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασωτεύω < λείπει η ετυμολογία

ασωτεύω

  1. ζω άσωτα
  2. κατασπαταλώ
    ασυλλόγιστα ασώτεψε το βιος του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]