αυξάνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]αυξάνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αυξάνω
- ↪ Προσπάθησε να ανεβάσει τις εισπράξεις αυξάνοντας τις τιμές και έχασε ακόμα και την λίγη πελατεία που είχε.