αυτοκαθαιρούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοκαθαιρούμαι < αυτο- + καθαιρούμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]αυτοκαθαιρούμαι
- καθαιρούμαι από μόνος μου
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοκαθαιρούμαι | αυτοκαθαιρούμουν | θα αυτοκαθαιρούμαι | να αυτοκαθαιρούμαι | αυτοκαθαιρούμενος | |
β' ενικ. | αυτοκαθαιρείσαι | αυτοκαθαιρούσουν | θα αυτοκαθαιρείσαι | να αυτοκαθαιρείσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοκαθαιρείται | αυτοκαθαιρούνταν | θα αυτοκαθαιρείται | να αυτοκαθαιρείται | ||
α' πληθ. | αυτοκαθαιρούμαστε | αυτοκαθαιρούμασταν αυτοκαθαιρούμαστε |
θα αυτοκαθαιρούμαστε | να αυτοκαθαιρούμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοκαθαιρείστε | αυτοκαθαιρούσασταν αυτοκαθαιρούσαστε |
θα αυτοκαθαιρείστε | να αυτοκαθαιρείστε | αυτοκαθαιρείστε | |
γ' πληθ. | αυτοκαθαιρούνται | αυτοκαθαιρούνταν | θα αυτοκαθαιρούνται | να αυτοκαθαιρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοκαθαιρέθηκα | θα αυτοκαθαιρεθώ | να αυτοκαθαιρεθώ | αυτοκαθαιρεθεί | ||
β' ενικ. | αυτοκαθαιρέθηκες | θα αυτοκαθαιρεθείς | να αυτοκαθαιρεθείς | αυτοκαθαιρέσου | ||
γ' ενικ. | αυτοκαθαιρέθηκε | θα αυτοκαθαιρεθεί | να αυτοκαθαιρεθεί | |||
α' πληθ. | αυτοκαθαιρεθήκαμε | θα αυτοκαθαιρεθούμε | να αυτοκαθαιρεθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοκαθαιρεθήκατε | θα αυτοκαθαιρεθείτε | να αυτοκαθαιρεθείτε | αυτοκαθαιρεθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοκαθαιρέθηκαν αυτοκαθαιρεθήκαν(ε) |
θα αυτοκαθαιρεθούν(ε) | να αυτοκαθαιρεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοκαθαιρεθεί | είχα αυτοκαθαιρεθεί | θα έχω αυτοκαθαιρεθεί | να έχω αυτοκαθαιρεθεί | αυτοκαθαιρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοκαθαιρεθεί | είχες αυτοκαθαιρεθεί | θα έχεις αυτοκαθαιρεθεί | να έχεις αυτοκαθαιρεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοκαθαιρεθεί | είχε αυτοκαθαιρεθεί | θα έχει αυτοκαθαιρεθεί | να έχει αυτοκαθαιρεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοκαθαιρεθεί | είχαμε αυτοκαθαιρεθεί | θα έχουμε αυτοκαθαιρεθεί | να έχουμε αυτοκαθαιρεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοκαθαιρεθεί | είχατε αυτοκαθαιρεθεί | θα έχετε αυτοκαθαιρεθεί | να έχετε αυτοκαθαιρεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοκαθαιρεθεί | είχαν αυτοκαθαιρεθεί | θα έχουν αυτοκαθαιρεθεί | να έχουν αυτοκαθαιρεθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοκαθαιρούμαι
|