αυτοϋπονομεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αυτοϋπονομεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αυτοϋπονόμευση
- εναλλακτικά: αυτοϋπονόμευσης
αυτοϋπονομεύσεως θηλυκό