αὐγόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐγόν < αρχαία ελληνική ᾠόν, από συνεκφορά: τα ᾠά < ταωά < ταωγά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὐγόν ουδέτερο

  • γραφή της λέξης αβγό μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα