Μετάβαση στο περιεχόμενο

αὐτοκίνητος

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτοκίνητος <  δείτε τις λέξεις αὐτός και κινέω

Επίθετο

[επεξεργασία]

αὐτοκίνητος, -ος, -ον

  • αυτός που κινείται μόνος του, με δικές του δυνάμεις
  • πράγματα κινητά τε καὶ ἀκίνητα καὶ αὐτοκίνητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]