αὐτοματοποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτοματοποιός < αὐτόματος και ποιέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὐτοματοποιός

  • (επάγγελμα) εκείνος που κατασκευάζει αυτόματα, δηλαδή μαριονέτες, ή ίσως και άλλους μηχανισμούς

Συγγενικά[επεξεργασία]