βαθμός προτεραιότητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθμός προτεραιότητας < → δείτε τις λέξεις βαθμός και προτεραιότητα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βαθμός προτεραιότητας αρσενικό
- (νομικός όρος): μέτρο ταχύτητας διαβίβασης εγγράφων και περισσότερο σημάτων - τηλεγραφημάτων που συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό τους ως «επείγον», «εξαιρετικά επείγον» κ.α.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθμός προτεραιότητας
|