βιοαπορροφήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βιοαπορροφήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του βιοαπορρόφηση
- εναλλακτικά: βιοαπορρόφησης
βιοαπορροφήσεως θηλυκό