βιοδιατήρησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βιοδιατήρησης θηλυκό
- γενική ενικού του βιοδιατήρηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- βιοδιατηρήσεως (λόγιο)