βιοδότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοδότης < βίος +δίδωμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοδότης

  • αυτός που δίνει ζωή