βλάος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλάος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλάος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Αθανάσιος Σακελλάριος, Τα Κυπριακά: Ήτοι, πραγματεία περί γεωγραφίας, αρχαιολογίας, στατιστικής, ιστορίας, μυθολογίας και διαλέκτου της Κύπρου, τόμος 3, εκ της Τυπογραφ. Ιω. Αγγελόπουλου, 1868, σελ. 254 [1]