βλεπάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλεπάω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

βλεπάω

  1. θεωρώ, φρουρώ [1]
  2. βλέπω [2]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, 1873 σελ. 603
  2. Κυπριακά, οι εν Κύπρω γλώσσα, Π. Δ. Σακελλάριος, 1891σελ. 490