βοντβίλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοντβίλ < γαλλική vaudeville

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βοντβίλ θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]