βουλγαριστί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
βουλγαριστί
- (λόγιο) στα βουλγαρικά, στη βουλγαρική γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουλγαριστί
|