Βούλγαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βούλγαρος < μεσαιωνική ελληνική Βούλγαρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvul.ɣa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βούλ‐γα‐ρος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βούλγαρος αρσενικό (θηλυκό Βουλγάρα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Βουλγαρία ή έχει βουλγαρική υπηκοότητα
- ※ Με την αφύπνιση του βουλγάρικου εθνικισμού γύρω στα 1860 οι Βούλγαροι ζήτησαν να αποκτήσουν δική τους εθνική εκκλησία, αυτόνομη κάτω από την αιγίδα του Πατριαρχείου.
- Γαρδίκα-Κατσιαδάκη Ε. (1974). Μία προσπάθεια για την άρση του Βουλγαρικού Σχίσματος (Νοέμβριος 1912). Μνήμων, 4, 111–120.
- ※ Με την αφύπνιση του βουλγάρικου εθνικισμού γύρω στα 1860 οι Βούλγαροι ζήτησαν να αποκτήσουν δική τους εθνική εκκλησία, αυτόνομη κάτω από την αιγίδα του Πατριαρχείου.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βούλγαρος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Βούλγαρος αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Βούλγαρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)