βροτωφελής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βροτωφελής < βροτός + ὠφελέω

Επίθετο[επεξεργασία]

ὁ, ἡ βροτωφελής,ές

  • που είναι ωφέλιμος για τους βροτούς, τους θνητούς, τους ανθρώπους