γάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]γάρ
- αιτιολογικός σύνδεσμος, όταν ατιολογεί τα προηγηθέντα, επεξηγηματικός, επιτατικός
- γάρ ἄρα διοτι βεβαίως, διότι πράγματι γάρ τοι
- γάρ δή : γιατί ως γνωστόν, γιατί όπως ξέρει όλος ο κόσμος, γιατί είναι αυτονόητο
- γάρ που διότι υποθέτω
- ναι αλλά πρόσεξε, στάσου, ακου κι αυτό από την άλλη, σώπα γιατί...( ἀλλά γάρ)
- ἀλλὰ γόων, ὦ φίλαι, κατ᾽ οὖρον ἐρέσσετ᾽...ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεται τὰν ἄστολον μελάγκροκον ναύστολον θεωρίδα,τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι, τὰν ἀνάλιον πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον. ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνη (: ταξιδέψτε με τον άνεμο των θρήνων φιλοι μου...το μαύρο καράβι που περνά τον Αχέροντα στη χώρα που δεν βλέπει κανείς και που δεν την περπατά ποτέ ο Απόλλωνας, τη δίχως ήλιο γη που δέχεται όλους τους ανθρώπους. Ομως σιωπή τώρα, γιατί έρχεται η Αντιγόνη και η Ισμήνη για το πικρό τους καθήκον)
- μένει αμετάφραστο, σαν να μην υπάρχει, αλλα κρύβει και πάλι μια αιτιολογία που έπεται
- ὦ Κίρκη, πῶς γάρ με κέλεαι σοὶ ἤπιον εἶναι, ἥ μοι σῦς μὲν ἔθηκας ἐνὶ μεγάροισιν ἑταίρους, (: Κίρκη μα πώς μου ζητάς να είμαι καλός μαζί σου εσύ που τους συντρόφους μου μεταμόρφωσες...
- μακάρι
- αἲ γάρ, εἰ και εἴθε γάρ