γενίκευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενίκευσις: → δείτε τη λέξη γενίκευση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενίκευσις θηλυκό