γενητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενητός < γένεσις
Επίθετο[επεξεργασία]
γενητός, ή, όν
- που έχει αρχή και τέλος, σε αντιδιαστολη προς το αιώνιο
γενητός, ή, όν