γεωπέδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωπέδιον ουδέτερο (και γήπεδον)
- έκταση γης, μικρό τεμάχιο, κήπος
γεωπέδιον ουδέτερο (και γήπεδον)