γινατεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γινατεύω < γινάτ(ι) + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

γινατεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]