γινάτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γινάτι τα γινάτια
      γενική του γινατιού των γινατιών
    αιτιατική το γινάτι τα γινάτια
     κλητική γινάτι γινάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γινάτι < μετατροπή από [i] σε [ji] του ινάτι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γινάτι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ινάτι
    το γινάτι βγάζει μάτι
    ※  Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια / δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια / παίζω και γελώ άλλην αγαπώ / μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια
    Δε σε θέλω πια, παραδοσιακό Μικράς Ασίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]