γκαγκανομύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαγκανομύτης αρσενικό
- που έχει μύτη που μοιάζει με ράμφος πουλιού
- ※ .. μην τον βλέπεις γκαγκανομύτη μπουνταλά εξωτερικά, ξέρει πολύ καλά και τι λέει και τι κάνει. Ο τύπος καταφέρνει να παίζει τις πλανηταρχικές δυνάμεις με μαεστρία. (μπλογκ elefthero.net [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαγκανομύτης
|