γκαγκανομύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκαγκανομύτης < γκαγκάνι + μύτη[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκαγκανομύτης αρσενικό

  • που έχει μύτη που μοιάζει με ράμφος πουλιού
    ※  .. μην τον βλέπεις γκαγκανομύτη μπουνταλά εξωτερικά, ξέρει πολύ καλά και τι λέει και τι κάνει. Ο τύπος καταφέρνει να παίζει τις πλανηταρχικές δυνάμεις με μαεστρία. (μπλογκ elefthero.net [2])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών, σελ. 190 [1]