γκόσπελ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: gospel, gospeliser

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκόσπελ < (άμεσο δάνειο) αγγλική gospel • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκόσπελ θηλυκό άκλιτο

  • (μουσική) αφραμερικάνικη θρησκευτική μουσική

Μεταφράσεις[επεξεργασία]