γονυπετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γονυπετέω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γονυπετώ < ελληνιστική κοινή γονυπετέω / γονυπετῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

γονυπετώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]