δερματοσκοπήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δερματοσκοπήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του δερματοσκόπηση
- εναλλακτικά: δερματοσκόπησης
δερματοσκοπήσεως θηλυκό