διαδεχτείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διαδεχτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαδέχομαι
  2. θα διαδεχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαδέχομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαδέχομαι